- ἀεκόντων
- ἀέκωνinvoluntarymasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αέκητι — ἀέκητι (επικό επίρρημα) (Α) παρά τη θέληση κάποιου, ακούσια, αθέλητα (στον Όμηρο συχνά με γεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέκων το επίρρημα αρχικά είχε τη γεν. θεῶν (ἀέκητι θεῶν= παρά τη θέληση τών θεών) ως απαραίτητο συμπλήρωμα. Με βάση την παρατήρηση αυτή … Dictionary of Greek